- ἐκδιώκομαι
- ἐκδιώκωchase awaypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 … Dictionary of Greek
συναπορρήγνυμι — ΜΑ συναποσπῶ* αρχ. μέσ. συναπορρήγνυμαι εκδιώκομαι με βίαιο τρόπο («συναπορρήγνυνται δὲ καὶ οἱ τούτῳ μᾱλλον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων φιλούμενοι», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπορρήγνυμι «αποκόπτω, αποσπώ»] … Dictionary of Greek